-
1 εσώρουχο
lingerie -
2 lingerie
εσώρουχο -
3 бельё
-
4 нижний
нижний 1) κατώτερος, από κάτω· \нижний этаж το κάτω πάτωμα 2): \нижнийее бельё το εσώρουχο* * *1) κατώτερος, από κάτωни́жний эта́ж — το κάτω πάτωμα
2)ни́жнее бельё — το εσώρουχο
-
5 фуфайка
-
6 undergarment
(an article of clothing worn under the outer clothes.) εσώρουχο -
7 исподний
-яя, -ееεπ. (παλ. κ. διαλκ.) εσωτερικός (για ένδυμα), φορεμένος κάτω από άλλο ένδυμα•-яя рубашка εσωτερικό πουκάμισο.
|| ως ουσ. ουδ. -ее το εσώρουχο. || η ανάποδη. -
8 комбинация
-и θ.1. συνδυασμός, συνταιριασμα•комбинация красок συνδυασμός χρωμάτων•
комбинация звуков συνδυασμός ήχων.
2. κομπίνα.3. κομπινεζόν, εσώρουχο γυναικείο.εκφρ.комбинация из трёх пальцев – βλ. кукиш. -
9 тельник
-а α.1. (απλ.) η φανέλα (εσώρουχο).2. παλ. σταυρός φορούμενος κατάσαρκα.
См. также в других словарях:
εσώρουχο — και μεσόρουχο και εσωφόρι, το το εσωτερικό ρούχο, το ασπρόρρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ρούχο. Η λ. στον πληθ. εσώρουχα μαρτυρείται από το 1888 στο Ημερολόγιον Κυριών] … Dictionary of Greek
εσώρουχο — το εσωτερικό ρούχο, αυτό που φοριέται κατάσαρκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπρόρουχο — το συνήθ. στον πληθ. 1. το λευκό εσώρουχο 2. ρούχα από λευκό ύφασμα για οικιακή χρήση (σεντόνια, πετσέτες κ.λπ.) … Dictionary of Greek
βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… … Dictionary of Greek
βρακοζώνα — η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι) ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματος νεοελλ. φρ. 1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» του επιβάλλει τη θέλησή της 2. «λόγια της βρακοζώνας»… … Dictionary of Greek
εσωφόρι — και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν) εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + φόρι( ον) < φορώ πρβλ. πανω φόρι( ον)] … Dictionary of Greek
εσώβρακο — και σώβρακο, το εσώρουχο που περιβάλλει το μέρος τού σώματος από τη μέση και κάτω, εσωτερική περισκελίδα, η σκελέα* τών στρατιωτών … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
κασκορσές — ο και κασκορσέ, το πλεκτό γυναικείο εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, είδος φανέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache corset (< cacher «κρύβω» + corset «στηθόδεσμος»] … Dictionary of Greek
κομπινεζόν — το γυναικείο εσώρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combinaison «συνδυασμός»] … Dictionary of Greek
κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… … Dictionary of Greek